- ξεϋφαίνω
- και ξυφαίνω και ξεφαίνωξεμπλέκω νήματα υφαντού, ξηλώνω υφαντό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεϋφαίνω — ξεΰφανα, χαλνώ, ξεφτίζω, ξηλώνω ύφασμα: Όμοια τα πολύτιμα παντοτινά μαγνάδια..., που χέρι δεν ξεϋφαίνει τα και χρόνια δεν τα φθείρουν (Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναλύω — (Α ἀναλύω) 1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία 2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.) 3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ 4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.) 5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό … Dictionary of Greek
υφαίνω — ὑφαίνω, ΝΜΑ, και φαίνω Ν, και επικ. τ. ὑφάω Α συμπλέκω νήματα με τον υφαντικό ιστό προκειμένου να κατασκευάσω ύφασμα (α. «τήν πήραν και τήν βάλανε στον αργαλειό να υφάνει», δημ. τραγούδι β. «καί κεν ἐν Ἄργει ἐοῡσα, πρὸς ἄλλης ἱστὸν ὑφαίνοις», Ομ … Dictionary of Greek